- ἀποδέδεγμαι
- ἀποδέδεγμαι, [tense] pf. of ἀποδέχομαι: also [dialect] Ion. for ἀποδέδειγμαι, [tense] pf. [voice] Pass. of ἀποδείκνυμι.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀποδέδεγμαι — ἀποδέχομαι accept perf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)